κυλικηγόρος

κυλικηγόρος
κυλικηγόρος
one who talks over his cups
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κυλικηγόρος — κυλικηγόρος, ον (Α) αυτός που μιλά ή συζητά για κάτι πίνοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύλιξ, ικ ος + ηγόρος (< ἀγορά). Το η λόγω τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει] …   Dictionary of Greek

  • κυλικηγορώ — κυλικηγορῶ, έω (Α) [κυλικηγόρος] συζητώ και πίνω συγχρόνως, μιλώ πίνοντας …   Dictionary of Greek

  • κύλικας — ο, και κύλικα, η (AM κύλιξ, κος, ἡ, Α επιγρ. σπαν. και κύλιξ, ὁ) 1. είδος ποτηριού με χαμηλή και λεπτή βάση και δύο λαβές που χρησιμοποιείται συνήθως ως κρασοπότηρο (α. «ἐς κύλικα μεγάλην κεραμίνην οἶνον ἐγχέαντες», Ηρόδ.) 2. παροιμ. «πολλά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”